- νομοθέτις
- η (Α νομοθέτις, -ιδος)βλ. νομοθέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομοθέτης — ο, θηλ. νομοθέτις (ΑΜ νομοθέτης, Α θηλ. νομοθέτις, ιδος) αυτός που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους, θεσμοθέτης νεοελλ. πρόσωπο που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ. (α. «νομοθέτης τής ποίησης» β. «νομοθέτης τής… … Dictionary of Greek